- νηματουργός
- ο1. ειδικός τεχνίτης για την κατασκευή νημάτων.2. ιδιοκτήτης νηματουργείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νηματουργός — ο 1. ειδικευμένος τεχνίτης ο οποίος ασχολείται με την κατασκευή και επεξεργασία νημάτων 2. ιδιοκτήτης ή διευθυντής νηματουργείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, ατος + ουργός (< ἔργον). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
νηματουργείο — το εργοστάσιο κατασκευής νημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηματουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
νηματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηματουργία ή στον νηματουργό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηματουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek